- πεπαίνω
- ΝΜΑ [πένων]παθ. πεπαίνομαιγίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.)μσν.-αρχ.παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαιαρχ.1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς3. παθ. α) (για πρήξιμο) μαλακώνω και σχηματίζω πύον, εμπυάζωβ) (για ασθένειες) κορυφώνομαι, φθάνω στην πλήρη εξέλιξη4. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα και ψυχικές καταστάσεις) καταπραΰνω, κατευνάζω.
Dictionary of Greek. 2013.